χεδίβης

χεδίβης
ο, Ν
τίτλος που δινόταν παλαιότερα από τον σουλτάνο στον αντιθασιλιά τής Αιγύπτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hidiv. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στο Ημερολόγιον Ανατολής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Τεουφίκ πασάς Μοχάμετ — (1852 – 1892). Χεδίβης της Αιγύπτου. Ήταν γιος του Ισμαήλ του Μεγαλοπρεπή, τον οποίο διαδέχτηκε το 1879. Ήταν ήπιος, οξύς στην αντίληψη και χρηστός. Στις μέρες του σημειώθηκαν σημαντικά γεγονότα στην Αίγυπτο. Το 1881 ξέσπασε στρατιωτικό κίνημα,… …   Dictionary of Greek

  • αμπάς — I Όνομα δύο αντιβασιλέων (χεδίβηδων) της Αιγύπτου. 1. Α. Α’ (1813 – 1854).Αντιβασιλιάς της Αιγύπτου (1848 54). Εγγονός του Μωχάμετ Άλη, το 1830 έλαβε μέρος στους πολέμους του παππού του στη Συρία. Μετά τον θάνατο του θείου του Ιμπραήμ πασά (1848) …   Dictionary of Greek

  • ελεφαντίνη — Νησίδα στον Νείλο, στην Άνω Αίγυπτο, απέναντι από την αρχαία Συήνη (σημερινό Ασουάν). Το νησί ήταν ονομαστό κυρίως στα χρόνια μεταξύ της 6ης και της 11ης φαραωνικής δυναστείας, αλλά στην περίοδο της ελληνικής και της ρωμαϊκής κυριαρχίας γνώρισε… …   Dictionary of Greek

  • χεδιβικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χεδίβη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χεδίβης. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • Αραμπί πασάς — (1839 – 1911).Αξιωματικός του αιγυπτιακού στρατού, γνωστός και ως Όραμπι. O Α.π. έπαιξε αποφασιστικό ρόλο ως αρχηγός της εθνικιστικής αραβικής πολιτικής μερίδας στην καθαίρεση του χεδίβη (αντιβασιλέα) Ισμαήλ πασά (1879). Στα χρόνια του χεδίβη… …   Dictionary of Greek

  • Ζαμπακός, Δημήτριος — (Κωνσταντινούπολη 1831 – Κάιρο 1913). Γιατρός και λόγιος. Άσκησε την ιατρική στο Παρίσι αλλά διαχείμαζε στο Κάιρο, όπου διατηρούσε κλινική. Ο τότε χεδίβης (αντιβασιλιάς) της Αιγύπτου του απένειμε τον τίτλο του πασά για τις ιατρικές συμβουλές του …   Dictionary of Greek

  • Χαραλάμπης — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ιερέας, ο οποίος καταγόταν από τη Μαγνησία. Επί Σεπτίμιου Σεβήρου (193 – 210) διαπομπεύτηκε στους δρόμους της πόλης, όπου τον έσερναν με χαλινάρι και, τέλος, τον αποκεφάλισαν μαζί με τους δήμιους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”